durchgreifend - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

durchgreifend - translation to Αγγλικά


durchgreifend      
vigorous, strong, energetic, active, effective, efficient, drastic
durchgreifen      
take drastic measures, take extreme steps, perform desperate actions
handle without gloves      
Handschuhe fallen lassen, hart durchgreifen
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για durchgreifend
1. Arbeitsmarkt bessert sich durchgreifend Konjunktur: Weiterer Aufwärtstrend erwartet Die Entwicklung des Indikators sei wesentlich dadurch bedingt, dass der Arbeitsmarkt sich durchgreifend bessert und damit die Einkommensperspektiven der Arbeitnehmer steigen, begründete das Institut die Entwicklung.
2. Die wirtschaftlich insgesamt gute Perspektive reiche nicht, um die Lage am Arbeitsmarkt durchgreifend zu bessern, sagte er im Deutschlandradio Kultur.
3. "Doch haben sich die Anreize für mehr Investitionen und für die Schaffung neuer Arbeitsplätze nicht durchgreifend verbessert." Die weltweite Konjunktur sieht das IfW in einer robusten Verfassung.